- μεθόρμισις
- (-εως) η изменение стоянки (судна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθόρμιση — η αλλαγή όρμου, λιμανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθορμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. μεθόρμισις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek